- ἀνιέρειος
- ἀνιέρειοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανιέρειος — ἀνιέρειος, ον (Α) αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιερείον «σφάγιο, θυσία»] … Dictionary of Greek